στερεῖ

στερεῖ
στερέω
deprive
aor subj pass 3rd sg (epic)
στερέω
deprive
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
στερέω
deprive
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
στερέω
deprive
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
στερέω
deprive
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομματοστερής — ὀμματοστερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς 2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + στερής (< στέρομαι… …   Dictionary of Greek

  • άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… …   Dictionary of Greek

  • κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… …   Dictionary of Greek

  • κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • παραλογισμός — ό, ΝΜΑ [παραλογίζομαι] εσφαλμένος τρόπος τού συλλογίζεσθαι, εσφαλμένος συλλογισμός νεοελλ. μσν. (φιλοσ.) αθέλητη παραβίαση τών νόμων και τών κανόνων τής λογικής που στερεί τον συλλογισμό από κάθε αποδεικτική δύναμη και οδηγεί σε εσφαλμένα… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβατισμός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της θεωρίας σύμφωνα με την οποία είναι αρμοδιότητα του κράτους να διευθύνει την οικονομική ζωή της χώρας, κατευθύνοντας τις διάφορες παραγωγικές δραστηριότητες προς τους… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”